- ἀγάφθεγκτος
- ἀγάφθεγκτος, ον, ([etym.] φθέγγομαι)A loud-sounding,
ἀοιδαί Pi.O.6.91
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀοιδαί Pi.O.6.91
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγάφθεγκτος — ἀγάφθεγκτος, ον (Α) μεγαλόφωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγαν + φθέγγομαι] … Dictionary of Greek
ἀγαφθέγκτων — ἀγάφθεγκτος loud sounding fem gen pl ἀγάφθεγκτος loud sounding masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)